χονδρός

χονδρός
I
Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος.
II
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας.
* * *
-ή, -ό / χονδρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και χοντρός, -ή, -ό, Ν, και τ. ουδ. πληθ. χοντρά ΜΑ
1. αδρός, ογκώδης, παχύς (α. «χοντρό σχοινί» β. «κραμβὶν καρδίαι δώδεκα χονδραὶ καὶ χιονάται», Πρόδρ.
γ. «οὐηλάρια μικρὰ χοντρὰ δύο», επιγρ.
δ. «ὀθόνια χονδρὰ ἔμπλουμα», πάπ.)
2. αυτός που αποτελείται από αδρά μόρια ή αδρούς κόκκους (α. «χοντρό αλάτι» β. «ἄλευρα χονδρότερα», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. παχύσαρκος, σωματώδης
2. (για εργασία) βαρύς, δύσκολος («κάνει όλες τις χοντρές δουλειές»)
3. (για φωνή) α) βαθύς
β) βραχνός
4. μτφ. α) (για πρόσ.) αγενής, άξεστος, αγροίκος
β) απρεπής, χυδαίος («χοντρό αστείο»)
5. φρ. α) «έχει χοντρό κεφάλι» — είναι θραδύνους
β) «τά παραλέει χοντρά» — τά μεγαλοποιεί υπερβολικά
γ) «τού τά είπε χοντρά» — τού τά είπε έξω από τα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χονδρός (για ετυμολ. βλ. λ. χόνδρος), με αρχική σημ. «αυτός που αποτελείται από χόνδρους, αυτός που αποτελείται από κόκκους», έλαβε στους μτγν. χρόνους τη σημ. «ογκώδης, παχύς, σωματώδης», την οποία διατήρησε και στη Νέα Ελληνική. Στον νεοελλ. τ. χοντρός το αρχ. -δ- /d/, σε περιβάλλον μετά από έρρινο σύμφωνο, διατήρησε την αρχαία του προφορά ως ντ /d/, πρβλ. ντύνω < ενδύω.
ΠΑΡ. χονδρότητα, χοντράδα, χοντράδι, χοντραίνω, χοντρικός, χοντροσύνη, χοντρούλης, χοντρουλός, χοντρούτσικος, χόντρωμα. (Α' συνθετικό) βλ. λ. χοντρ(ο)-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χονδρός — granular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόνδρος — granule masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χόνδρος — ο ζωικός ιστός τραχύς και ελαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χονδρά — χονδρός granular neut nom/voc/acc pl χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc/acc dual χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρῶν — χονδρός granular fem gen pl χονδρός granular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρόν — χονδρός granular masc acc sg χονδρός granular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδραί — χονδρός granular fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδροῖς — χονδρός granular masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδροί — χονδρός granular masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”